φυγός

φυγός
ο, Ν
1. φυγάς·
2. παροιμ. «τού φυγού η μάννα δεν κλαίει» — δηλώνει ότι αυτός που αποφεύγει τους κινδύνους είναι προφυλαγμένος από ατυχήματα ή συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φυγάς κατά τα αρσ. σε -ος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυγός — ο ο φυγάδας (βλ. λ.): Του φυγού η μάνα δεν κλαίει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταφύγιο — Ονομασία έξι οικισμών.1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 195 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ …   Dictionary of Greek

  • οψίφυγος — ὀψίφυγος, ον (Α) αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + φυγος (< φυγή)] …   Dictionary of Greek

  • προφύγιον — τὸ, Α το προσφύγιον. * [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φύγιον (< φυγος < φεύγω), πρβλ. προσ φύγιον] …   Dictionary of Greek

  • πρόσφυγος — ον, ΜΑ αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή τού πρόσφυξ (πρβλ. οψί φυγος)] …   Dictionary of Greek

  • συμφύγιον — τὸ, Α καταφύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φύγιον (< φυγος < φυγή), πρβλ. κατα φύγιον] …   Dictionary of Greek

  • φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • φυγή — η, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεύγω, αναχώρηση, αποχώρηση, φευγάλα, φευγιό 2. (ειδικά) α) εσπευσμένη ή κρυφή απομάκρυνση β) άτακτη υποχώρηση κατά τη μάχη (α. «τράπηκαν σε φυγή» β. «εἰς φυγὴν ὁρμώμενοι», Ευρ.) γ) καταφυγή σε ξένη χώρα …   Dictionary of Greek

  • φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] …   Dictionary of Greek

  • φύζα — και φῡζα, ἡ, Α (επικ. τ.) φυγή λόγω φόβου, φευγιό («αὐτὰρ Ἀχαιοὺς Θεσπεσίη ἔχε φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φύζα (< *φυγ yα) έχει σχηματιστεί από το ριζικό όν. φύξ*, φυγός με επίθημα ya (πρβλ. μᾰζα*: θ. μαγ τού μάσσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”